Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Χλιδάνεργοι, περιμένοντας «Τη δουλειά»... κάθονται

του Σπυρου Καραλη

Είναι κι αυτοί μεταξύ 25 - 35 ετών και αποτελούν τμήμα της γενιάς των 700 ευρώ. Κυρίως άεργοι, υποαπασχολούμενοι στην καλύτερη περίπτωση. Είναι πτυχιούχοι οι περισσότεροι, αρκετοί σπουδαγμένοι στο εξωτερικό. Αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα στην οπτική του life style, ζουν με τους γονείς τους –σε κάποιες περιπτώσεις μόνοι τους αλλά το ενοίκιο το πληρώνουν οι γονείς–, έχουν μάλλον περί πολλού τον εαυτό τους και συνήθως στέκονται περιφρονητικά απέναντι σε κάθε δουλειά που πιστεύουν ότι δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά προσωπικά τους standars. Είναι οι «χλιδάνεργοι», η σύγχρονη μετεξέλιξη των «μαμάκηδων» παλαιότερων δεκαετιών.

Το φαινόμενο είναι βαθύτατα κοινωνικό, όχι αποκλειστικά ελληνικό, έχει λάβει διαστάσεις και φαίνεται να απασχολεί όλο και περισσότερο ψυχολόγους και κοινωνιολόγους στις δυτικές κοινωνίες. Στις ΗΠΑ, ονομάζονται twixters (ενδιάμεσοι, σε ελεύθερη μετάφραση), στη Βρετανία με το ακρωνύμιο kippers που σημαίνει «παιδιά που συνεχίζουν να τρώνε τη σύνταξη των γονέων τους» (kids in parents pockets eroding retirement savings), στη Γαλλία tangy (προέρχεται από μία κωμωδία καταστάσεων στην οποία ο 28χρονος ήρωας της ταινίας αρνείται να φύγει από το σπίτι των γονιών του), στη Γερμανία nesthocker (αυτοί που κάθονται στη φωλιά τους), στην Ιαπωνία freeter (από την αγγλική λέξη free, ελεύθερος, και τη γερμανική arbeiter, και αναφέρεται στον νέο που είτε αλλάζει συχνά δουλειές είτε μένει άεργος· το θέμα έχει απασχολήσει και το ιαπωνικό Κοινοβούλιο).

Κοινή συνιστώσα για όλους τους «χλιδάνεργους» του κόσμου, ο ψυχικός εγκλεισμός σε επιταγές μοδάτων προτύπων και το ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν η ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, Τέρι Απτερ, τους πρωτοπαρουσίασε στο βιβλίο της «Ο Μύθος της Ωριμότητας». (Η μελέτη άρχισε όταν η καθηγήτρια συνειδητοποίησε ότι οι φοιτητές της εκδήλωναν σαφείς τάσεις αεργίας και σοβαρές δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής αμέσως μετά την αποφοίτησή τους.)

Φταίνε και οι γονείς

«Στην Ελλάδα, η διάσταση του προβλήματος είναι ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου ότι, σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, η αυτονομία των παιδιών κατά την ενηλικίωση είναι μέρος της οικογενειακής παράδοσης. Αντιθέτως, εδώ εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται υπερπροστατευτικά ακόμη κι όταν ενηλικιώνονται», σημειώνει η ψυχολόγος Μαρία Λασιθιωτάκη, και συνεχίζει. «Μιλάμε για εκτεταμένη κοινωνική πραγματικότητα που συνδέεται και με τους γονείς και ειδικότερα το τμήμα εκείνο των άνω των 50 ετών, μορφωμένων γονέων που ανήκουν στην μεσαία τάξη και έχουν μια σχετική οικονομική άνεση. Δεν είναι δηλαδή, οι αγρότες του ’60 που υποστήριζαν με αίμα τις σπουδές των παιδιών. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους με τις ανέσεις και τα πρότυπα του καταναλωτισμού. Οι νέοι αυτοί δυστυχώς ζουν περιμένοντας να βρουν “Τη Δουλειά”. Το αποτέλεσμα αυτής της ανατροφής, είναι μια ολόκληρη φουρνιά από καλομαθημένα παιδιά με μόνιμη ανία και θλίψη, στην πραγματικότητα παγιδευμένα στο φόβο και σε ψευδείς ανάγκες. Παιδιά παθητικά που δεν είναι σε θέση να αγωνιστούν για τίποτα».

Δεν θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου σε ένα γραφείο

«Οι δικοί μου δεν με πιέζουν να δουλέψω. Απ’ έξω, απ’ έξω η μητέρα μου μόνον, κάποιες φορές λέει ότι θα πρέπει να δω σοβαρά τι θα κάνω με τη ζωή μου. Ο πατέρας μου δεν ασχολείται. Το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι να μην αγχώνομαι και να μη βιάζομαι, και αυτό μου αρέσει», λέει η Δέσποινα. Είναι 26 χρόνων, έχει πτυχίο αρχιτεκτονικής, ζει με την οικογένεια, έχει αυτοκίνητο και πιστωτικές κάρτες, που πληρώνει πρόθυμα ο πατέρας της. «Σκέφτομαι να ασχοληθώ με τη ζωγραφική και παράλληλα με τη σκηνογραφία. Η αρχιτεκτονική δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Δεν θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου σε ένα γραφείο κουβαλώντας σχέδια των άλλων. Θέλω να κάνω κάτι πιο καλλιτεχνικό...», συμπληρώνει.

Μου είναι δύσκολο να πιάσω μια οποιαδήποτε δουλειά

Ο 27χρονος Γιάννης έφυγε αμέσως μετά το Λύκειο για τη Βαρκελώνη όπου σπούδασε μάρκετινγκ και διαφήμιση. Την τελευταία τετραετία, έχει επιστρέψει στην Αθήνα και ζει με την κοπέλα του σε ένα αρκετά ευρύχωρο ρετιρέ που αγόρασε πρόσφατα (με χρήματα των γονιών του). Εχει ιδέες πολλές και ενδιαφέρουσες αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να απασχοληθεί. «Κόπηκαν οι δουλειές μετά το 2004, οι εταιρείες απολύουν», λέει κι όταν τον ρωτάμε «πώς τη βγάζει» απαντά: «Εχω ευτυχώς την οικονομική στήριξη από την οικογένεια...». Οταν του επισημαίνουμε ότι συνιστά κλασική περίπτωση «χλιδάνεργου», χαμογελάει «Δεν έχεις άδικο, κακά τα ψέματα. Μου είναι, όμως, δύσκολο να πιάσω μια οποιαδήποτε δουλειά. Θα ένιωθα αποτυχημένος. Τζάμπα οι σπουδές στην Ισπανία;».

Τι να κάνω; Να μοιράζω χαρτάκια στους δρόμους;

«Δεν αισθάνομαι καλά χωρίς μια κανονική δουλειά, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι και άσχημα. Εχω πολύ χρόνο για μένα και τους φίλους μου και περνάμε καλά. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Να περνάμε καλά;», λέει η 29χρονη Ναταλία που δουλεύει περιστασιακά σαν παραγωγός σε έναν trendy πλην όμως μάλλον, μικρής εμβέλειας ραδιοφωνικό σταθμό. Εχει σπουδάσει φωτογραφία σε ιδιωτική σχολή, ακούει πολλή μουσική και σπανίως πληρώνεται για τις εκπομπές της. Ζει με τη φίλη της από τη σχολή, Κλέλια, στο Νέο Κόσμο και εναποθέτει όλους τους λογαριασμούς που της αναλογούν στον μπαμπά και τη μαμά από τη Θεσσαλονίκη. Δεν την πιέζουν, όπως λέει, αλλά ανησυχούν. Ενίοτε ανησυχεί και η ίδια. «Ερχονται στιγμές που ξανασκέφτομαι την κατάσταση. Λέω στο εαυτό μου ότι χρειάζεται να βρω μόνιμη δουλειά και το ραδιόφωνο να το έχω σαν χόμπι. Δεν είναι όμως εύκολο. Στο χώρο της φωτογραφίας, οι δουλειές είναι λίγες, τι να κάνω; Να μοιράζω χαρτάκια στους δρόμους;».

(αναδημοσίευση από την Καθημερινή)

Σημ.: Ο τίτλος "χλιδάνεργοι" έχει "κλαπεί" από επιστολή που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο internet.


Δεν υπάρχουν σχόλια: